- πανσπερμίας
- πανσπερμίᾱς , πανσπερμίαmixture of all seedsfem acc plπανσπερμίᾱς , πανσπερμίαmixture of all seedsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OLLA — I. OLLA apud Aegyptions. pro Numnie, quod illi Canopum vocabant. Notum certamen Sacerdotis Aegyptii, et Affyrii Prudentius Steph. Hymn. 10. v. 265. Si numen Ollis, numen et porris inest. Item, inter ritus olim nuptiale. Postridie namque nuptiarum … Hofmann J. Lexicon universale
ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… … Dictionary of Greek
κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… … Dictionary of Greek
πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η … Dictionary of Greek
πανσπερμισμός — ο η θεωρία περί πανσπερμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσπερμία + ισμός*] … Dictionary of Greek
Αρένιους, Σβάντε Άουγκουστ — (Svante August Arrhenius, Βικ, Ουψάλα 1859 – Στοκχόλμη 1927). Σουηδός χημικός και φυσικός, ένας από τους ιδρυτές της φυσικοχημείας. Άρχισε τις σπουδές του στην Ουψάλα και τις συνέχισε στη Στοκχόλμη, όπου υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του (1884) … Dictionary of Greek